Ν Ε Π Α Λ
«Η κορυφή του Ιsland peak είναι στα 6.189 μέτρα και η εκδρομή έχει δεκαπενθήμερο trekking στα Ιμαλάϊα. Αυτή είναι ευκαιρία ζωής, πρέπει να πάμε οπωσδήποτε!» μου τόνισε ο Νίκος εκείνο το βράδυ και έτσι ξεκίνησε το ταξίδι του μυαλού μας για το Νεπάλ. Επικοινωνία με τον αρχηγό της εκδρομής, πληρωμή συμμετοχής, αγορές κάποιων ορειβατικών αξεσουάρ, πολλά σοβαρά επιχειρήματα εκ μέρους του Νίκου για να με πείσει να αφήσω ένα κοριτσάκι τριών χρονών και ένα μωρό οκτώ μηνών και βουρ με προπονημένα σώματα και ανοιχτά μυαλά για την απόλυτη ορειβατική περιπέτεια.
Έτσι ή διαφορετικά ξεκίνησε το ταξίδι και για τους υπολοίπους της παρέας που δεν ήταν άλλη από ένα εκρηκτικό ελληνικό μείγμα έξι Αθηναίων, τριών Καλαματιανών, δύο Αιγιωτών, ενός Τριπολιτσιώτη, ενός Συριανού, ενός Λαρισαίου, ενός Θεσσαλονικιού και ενός από την Κομοτηνή που έδρασαν από την 19η Απριλίου έως και την 10η Μαϊου ποικιλοτρόπως (ορειβατικώς και όχι μόνο). Ο κόσμος στο αεροδρόμιο κοιτούσε σαστισμένος δέκα έξι άτομα που φορούσαν εκτυφλωτικά πορτοκαλί μπλουζάκια με την τεράστια λεζάντα «ΕΟΣ ΑΧΑΡΝΩΝ ISLAND PEAK 6189m KALAPATAR 5.545m…» και περιεργαζόταν με περιέργεια το τεράστιο βαρέλι της αποστολής γεμάτο πιολέ και κραμπόν, καθώς και τη στοίβα από χαρτόκουτα με δώρα για τα παιδιά που θα συναντούσαμε στα ορεινά χωριά κατά μήκος της διαδρομής, και προμήθειες για εμάς τους ταξιδιώτες. Ελιές, χαλβάς, τραχανάς, γάλα σε σκόνη μέλι, ταχίνι και γραβιέρα θα έβρισκαν θέση στις επόμενες ημέρες στο «εξωτικό» κατά τα άλλα γεύμα μας και στο ταλαιπωρημένο στομάχι μας, όλα συγκεντρωμένα υπό το άγρυπνο βλέμμα του αρχηγού της αποστολής, Άδωνι και αποκλειστικά με δική του πρωτοβουλία.
Σύννεφα σκόνης, καυσαερίου και έντονη μυρωδιά από κάρυ φωτοστεφάνωναν τους ναούς στην κεντρική πλατεία Darbar, υπό την προστασία της UNESCO ως πολιτιστική κληρονομιά του κόσμου, ενώ μία υγρή ζέστη βοηθούσε αισθητά στο να κολλάει το δέρμα και να βαραίνει το σώμα, αλλά η ξενάγηση της πρώτης μέρας στην Κατμαντού, πρωτεύουσας του Νεπάλ προχωρούσε με ταχείς ρυθμούς μέσα στη μεγαλύτερη κυκλοφοριακή αναρχία που έχει συναντήσει ποτέ κανείς με αγελάδες, οχήματα και πεζούς, συνωστισμένους σε οδόστρωμα, από χώμα και άσφαλτο να κορνάρουν όλοι ταυτοχρόνως, δημιουργώντας εκκωφαντικό θόρυβο και κυκλοφορώντας χωρίς να τηρούν τον οποιοδήποτε κανόνα, αλλά χωρίς και να συγκρούονται (ως δια μαγείας) μεταξύ τους. Γυναίκες με γυαλιστερά κατάμαυρα μαλλιά και σάρι σε όλα τα χρώματα της ίριδας, αχθοφόροι που κουβαλούσαν με στηρίγματα από το κεφάλι τιτάνια δεμάτια με εμπορεύματα παντός είδους, παιδιά που κάθονταν σταυροπόδι κατάχαμα και μικρά μαύρα σύννεφα από μύγες που αναπαύονταν με άνεση στα φρούτα, τα κρέατα και τα λαχανικά που εκθέτονταν χύμα στους υπαίθριους πάγκους προς πώληση, αποτυπώθηκαν στο μυαλό μας για πάντα σαν τη μοναδική εικόνα μίας χώρας πολύ διαφορετικής για τους δυτικούς μας εγκεφάλους. Μίας διαφορετικής πρωτεύουσας που ζει με διακοπές ηλεκτρικού ρεύματος για οκτώ ώρες κάθε μέρα, που τα παιδιά της πηγαίνουν σε αγγλόφωνα σχολεία φορώντας ομοιόμορφες μπλε στολές και γραβάτα, που τα μαγαζιά της έχουν το μέγεθος περιπτέρου και τα πολυτελή αυτοκίνητα δεν χωρούν να περάσουν από τα χωμάτινα σοκάκια της που η τοπική ζωντανή θεά είναι μόλις 12 χρονών και μπορεί κανείς να την δει επισκεπτόμενος το σπίτι της.
Είχαμε πληροφορηθεί ότι το αεροδρόμιο Hillary της LUKLA είναι από τα πιο επικίνδυνα του κόσμου. Ένας επικλινής διάδρομος μήκους 450 μέτρων με κλίση περίπου 15 μοιρών σε υψόμετρο 2840 μέτρα εμπνέει σίγουρα φόβο και απαιτεί σεβασμό. Τα ταξιδιωτικά φυλλάδια ομιλούν επίσης περί ιδιομορφίας της πτήσεως από Κατμαντού σε Lukla, δεδομένου ότι το αεροσκάφος πετά μέσα από τις κορφές των βουνών. Όταν όμως απογειώθηκε το δεκαπενταθέσιο αεροπλανάκι στους Νεπαλέζικους αιθέρες και άρχισε να πετά με τριγμούς και ελιγμούς μέσα από τους καταπράσινους ορεινούς όγκους η δική μου καρδιά χτύπαγε σαν τρελή αν και η λοιπή ομάδα, ψύχραιμα, πρέπει να ομολογήσω δέχθηκε το γεγονός ότι χαροπαλέψαμε εναερίως για σαράντα λεπτά και τελικά προσγειωθήκαμε επιτυχώς σε ένα ορεινό ύψωμα, περιφραγμένο ολόγυρα με συρματοπλέγματα, από τα οποία κρέμονταν σαν τσαμπιά οι ντόπιοι αχθοφόροι, αναμένοντας τις ορειβατικές ομάδες που κατέφθαναν. Ορειβατικά σακίδια και λοιπές αποσκευές ξεφορτώθηκαν τάχιστα από την κοιλιά του αεροπλάνου και μετά από ένα αναγνωριστικό τσάι και έλεγχο των ταξιδιωτικών μας εγγράφων, η ομάδα ξεκίνησε ενδόξως την πορεία της προς το Phakding.
Ισχνοί άνθρωποι οι ντόπιοι ζουν εσοδεύοντας από τη γη τους και από τον ορειβατικό τουρισμό που αντέχει για χάρη αυτού του μοναδικού βουνίσιου θαύματος την προαναφερόμενη πτήση. Ζουν επίσης κουβαλώντας ως porters τα πράγματα των ορειβατών, αλλά και όλα τα υλικά αγαθά που διακινούνται στο βουνό. Από τη Lukla και μετά δεν υπάρχει δρόμος για να υποδεχθεί το οποιοδήποτε μεταφορικό μέσο, πλην των ανθρωπίνων ποδιών και των γιάκ…..
Τα πάντα από το νερό έως τα οικοδομικά υλικά, ανεξαρτήτως βάρους και όγκου κουβαλιούνται από αυτούς τους ανθρώπους στην πλάτη, μέσω ενός εντυπωσιακού συστήματος δεσίματος των μεταφερομένων πραγμάτων που καταλήγει σε έναν ιμάντα στο κεφάλι του μεταφορέα, που φέρει μεγάλο μέρος του βάρους. Αξιοθαύμαστη δύναμη, θέληση και ανάγκη κάνει αυτούς τους ανθρώπους να εργάζονται ως αχθοφόροι δίπλα και στις ορειβατικές αποστολές, μεταφέροντας όλα τα πράγματα υμών των ορειβατών μέχρι και τις κατασκηνώσεις βάσεις κάθε βουνού. Φορώντας πλαστικές σαγιονάρες οι περισσότεροι ισορροπούν στα μονοπάτια που εμείς οι σκληροτράχηλοι με τις ημιάκαμπτες ορειβατικές μας μπότες περιδιαβαίνουμε αγγομαχώντας.
Περί ποδιών λοιπόν ο λόγος και έτσι το αρχικά καθοδικό μονοπάτι δεν προβλημάτισε κανέναν.
Για τέσσερις ώρες η πορεία προς το Phakding χαρακτηρίστηκε από το σύνολο της ομάδας ως αναγνωριστική. Οι πιο προνοητικοί συλλογίστηκαν ότι όταν μία δεκαπενθήμερη πορεία ξεκινά με κατηφόρα, καταλήγει με ανηφόρα, αλλά ο ενθουσιασμός για το γεγονός και μόνο ότι πατούσαμε στο «ιερό» έδαφος των Ιμαλαϊων ήταν τόσο μεγάλος που όλες οι αισθήσεις μας είχαν απορροφηθεί από την απόλαυση του τοπίου και του καταπράσινου μονοπατιού με τα πέτρινα σκαλοπάτια. Φτάνοντας στο Phakding βρεθήκαμε σε ένα όμορφο χωριό, γεμάτο καταλύματα για ορειβάτες τα λεγόμενα lodges, πέτρινα στην πλειοψηφία τους, δίπατα, με μία μεγάλη κεντρική αίθουσα για τραπεζαρία, όπου συνεστιάζονται όλοι οι ένοικοι και μικρά δίκλινα δωμάτια για τις ώρες της ξεκούρασης. Ανασυγκρότηση της ομάδας, γνωριμία με τον Dandar, έναν απίστευτο, χωρατά, πληθωρικό τύπο, αρχηγό της πεζοπορικής κυρίως ομάδας με την οποία συμπορευτήκαμε μέχρι το Τenboche
, με τον Αng Chiri Sherpa, αρχηγό της ορειβατικής ομάδας, με τους βαστάζους μας, τον μάγειρα και όλο τον καλό κόσμο που θα μας περιέβαλε για τις υπόλοιπες δύο εβδομάδες.
Η ζωή τράβηξε την ανηφόρα την επόμενη ημέρα. Διασχίζοντας τις πέντε κρεμαστές γέφυρες του Μilky River, που άφριζε κάτασπρος, πορευτήκαμε για επτά ώρες εκ των οποίων τις τρεις
τελευταίες σε έντονη, ασταμάτητη ανηφόρα, σε ένα πανέμορφο μονοπάτι, παρέα με αχθοφόρους, φορτωμένα γιακ και την καρδιά μας να σφυροκοπά στο στήθος για να φτάσουμε ξεθεωμένοι στο Νamche Bazaar, που μας ατένιζε να αγκομαχάμε σκαρφαλωμένο αμφιθεατρικά στην πλαγιά του βουνού. Το τελειωτικό χτύπημα δεχτήκανε τα πονεμένα πόδια μας όταν διαπιστώσαμε ότι το lodge μας ήταν ένα από τα τελευταία πάνω αριστερά οικήματα και για να φτάσουμε έπρεπε να ανέβουμε πολλά άγαρμπα πέτρινα σκαλοπάτια. Στο Νamche χτυπά η εμπορική καρδιά της κοιλάδας των Ιμαλαϊων.
Σε υψόμετρο 3.440 μέτρων οι άνθρωποι καλλιεργούν στα κηπάκια τους πατάτες και χόρτα, από τα παράθυρα του μοναδικού δωματίου των σπιτιών τους βγαίνουν καπνοί, λες και έπιασε φωτιά τα παιδιά ξυπόλυτα, μυξιάρικα, παίζουν μέσα στις λάσπες των νερόλακκων και παντού αντηχεί ο ήχος από το πελέκημα της ποταμίσιας πέτρας που κυριολεκτικά νυχθημερόν επεξεργάζονται οι τεχνίτες ως οικοδομικό υλικό.
Στο Namche άρχισε να διαφαίνεται και ο βουνίσιος χαρακτήρας της ορειβατικής μας ομάδας, οι γλώσσες άρχισαν να λύνονται, γεγονός στο οποίο βοήθησε αρκετά η νεπαλέζικη μπύρα Everest, που καταναλώθηκε με πάθος και ιστορίες για ορειβατικά κατορθώματα, επιθυμίες, στόχους και ανδραγαθήματα ξετυλίχθηκαν μετά το γεύμα στο οποίο πρωτοστάτησαν πατάτες Ιμαλαϊων με ολίγον από κάρυ και λαχανικά που τις έλουσε το φρέσκο καλαματιανό λάδι από το μπουκάλι που κουβάλησε η καλαματιανή ομάδα του Μανώλη, του Σταύρου και του Κώστα. Στο Namche όμως άρχισαν και οι πρώτες ανησυχίες για το υψόμετρο και την επιρροή του στα δυτικά μας κορμιά. Τα 3.440 προκάλεσαν σε κάποιους λίγο πονοκέφαλο, ενώ εγώ, που προφανώς έσερνα κάποιο μικρόβιο από τα πιτσιρίκια μου αρρώστησα εντελώς. Η αντιμετώπιση του υψομέτρου απαιτούσε θυσίες και έτσι η επόμενη ημέρα ήταν αφιερωμένη στον εγκλιματισμό, ήτοι σε πορεία σε μεγαλύτερο υψόμετρο και κάθοδο πάλι στο Νamche. Έτσι χωριστήκαμε σε δύο ομάδες, εκ των οποίων η πρώτη περπάτησε έως το βουδιστικό μοναστήρι του Thame. Και οι λοιποί προχώρησαν με κατεύθυνση το χωριό Khumung σε υψόμετρο 3.790 μέτρων. Μία στάση στο ξενοδοχείο Εverest Hotel view μας αποκάλυψε τη θέα του Amadablam σε όλο του το μεγαλείο, ενώ το Everest έπαιζε κρυφτό μέσα στα σύννεφα, αφήνοντας μόνο την ανατολική του πλευρά μπροστά στα μάτια των κοινών θνητών ορειβατών. Γόμες, μολύβια, τετράδια, μαρκαδόροι μοιράστηκαν στα απλωμένα παιδικά χεράκια που συναντήσαμε στα χωριά κατά μήκος του δρόμου μας και πολλά χαμόγελα ανταλλάχθηκαν με πολύ ζεστασιά. Η Μαρία είχε την περίφημη ιδέα να κουβαλήσει και κούκλες για τα κορίτσια και αυτοκινητάκια για τα αγόρια, και έγινε μια θηλυκή Άγιος Βασίλης για τα μικρά που συναντούσε στο διάβα της. Είναι πολύ ζεστοί και φιλικοί άνθρωποι οι Νεπαλέζοι και ειδικά οι κάτοικοι αυτών των ορεινών χωριών. Αντιμετωπίζουν τους διερχόμενους ορειβάτες φιλικά και με πολύ φυσικό τρόπο χωρίς ίχνος έπαρσης για το γεγονός ότι εκείνοι διαβιούν σε υψόμετρο και υπό συνθήκες που κάνουν εμάς τους κατοίκους κοντά στη στάθμη της θάλασσας να αρρωσταίνουμε.
Κατακόκκινα ροδόδεντρα και μανώλιες έβλεπαν τα μάτια μας στην πορεία προς το Tenboche στα 3.870 μέτρα που απάλυναν την αρχικά έντονη ανηφόρα που τη διαδέχτηκε ένα μονοπάτι, φαρδύ μέσα στο ελατόδασος, χωρίς ιδιαίτερες υψομετρικές αυξομειώσεις. Το Syangboche ακολούθησε το Phunktenga, δίπλα στο ποτάμι και μετά την ανασυγκρότηση της ομάδας φτάσαμε τελικά, μετά από δίωρη έντονη ανηφόρα στο Tenbοche κατάκοποι και ευχαριστημένοι. Το υψόμετρο έκανε αισθητή τη παρουσία του και τα κέφια δεν απογειώθηκαν όπως στο Namche, παρά το ότι ο μάγειρας κέρασε μακαρόνια με σάλτσα, λαχανικά, μανιταρόσουπα και ο Άδωνις έβγαλε από το σεντούκι ατομικά σακουλάκια με τόνο. Προσωπικά καιγόμουνα στον πυρετό, δεν είχα ούτε όρεξη για φαγητό, ούτε διάθεση, για σαματά. Το κρύο ήταν πιο αισθητό σε αυτό το ύψος και η σόμπα έκαιγε φουλαριστή μέσα στην τραπεζαρία του lodge, αν και τα περί θερμοκρασίας είναι πολύ υποκειμενικά όταν κανείς είναι άρρωστος. Κατά τα λοιπά η ομάδα εμφανιζόταν αρκετά εύρωστη, ανυπομονούσε να φτάσει πιο ψηλά, εγκλιματίστηκε, ανεβαίνοντας πιο ψηλά και κατεβαίνοντας και πάλι στο lodge. Δεν υπήρχε καμία αμφιβολία! Μας καλούσε η κορφή ! Όταν δε το απογευματάκι, το Everest, έκανε για λίγα λεπτά την εμφάνισή του στον ορίζοντα σε όλο του μεγαλείο και το Amadablam έμεινε ορατό για αρκετή ώρα, ρίγη ενθουσιασμού μας διαπέρασαν και κάναμε σαν τα μικρά παιδιά, ενώ οι porters της ομάδας μας κοιτούσαν χαμογελώντας.
Περί μπάνιου και καθαριότητας τώρα το ανάγνωσμα, διότι δεν θα πρέπει να παραλείψω να σας ενημερώσω ότι, και βέβαια πλυθήκαμε αυτές τις δεκαπέντε ημέρες και για να γευτούμε αυτή την εξαίσια εμπειρία παίρναμε σειρά προτεραιότητας (στο Νamche αναρτούσαμε και χαρτάκι με τις συμμετοχές και τη σειρά προτεταιότητας στην πόρτα) και χωνόμαστε σε ένα εξωτερικό (στην περίπτωση του Tenboche) από αλουμίνιο δωματιάκι όπου πλενόμασταν με νερό που είχαν ζεστάνει προηγουμένως στο υπερμέγεθες τσαγερό που αναπαυόταν πάνω στη σόμπα !Το ζεστό αυτό νεράκι που η έλλειψη υδραυλικών γνώσεων μου στερεί την ικανότητα να σας περιγράψω τον τρόπο που έφτανε στην «καμπίνα» του ντους, ξέπλενε τη σκόνη που είχε κολλήσει πάνω μας και τις αμαρτωλές μου σκέψεις περί «καρυδώματος» του συνορειβάτη και άντρα μου που με έπεισε να ανέβω στα 4.000 μέτρα για να αρρωστήσω και να σέρνομαι και να με έχουν και όλοι έννοια.
Μία απίστευτη εμπειρία ήταν όμως και το ορειβατικό Πάσχα που βιώσαμε όλοι μας στο lodge του Tenboche, όπου Μεγάλο Σάββατο πρωϊ, ο αρχιεπίσκοπος Ιμαλαϊων και πάσης βουνίσιας περιοχής, Άδωνις διάβασε κομμάτια της θείας λειτουργίας, ψάλλαμε το Χριστός Ανέστη, τσουγκρίσαμε τα κόκκινα αυγά που κουβαλήσαμε από την Ελλάδα και αφήσαμε άφωνους τους ντόπιους να μας κοιτούν έκπληκτοι για το τελετουργικό που μόλις εκτυλίχθηκε μπροστά τους.
Θεού θέλοντος, ορειβατών επιθυμούντων, και με ολίγη από αντιβίωση που σιγά, σιγά έκανε το θαύμα της στην δική μου περίπτωση, φτάσαμε και στα 4.240 στο Pheriche για να παρακολουθήσουμε σεμινάριο από Αμερικάνο γιατρό περί του υψομέτρου και των συμπτωμάτων του που διοργανώνεται από το εκεί κέντρο ενημέρωσης και αντιμετώπισης των προβλημάτων του υψομέτρου
(Himalayan Rescue Association doctors) και αργότερα με πονοκέφαλο και κούραση στο Lobuje στα 4.930 μέτρα και να φτάσει επιτέλους η ώρα και η στιγμή που όλοι περίμεναν. Την ανάβαση κατά μήκος της μορένας του παγετώνα Κhumbu στο χωριό Gorakhshep από όπου και η πρόσβαση στην κορυφή του Kalapathar στα 5.623 μέτρα. Πολλοί από εμάς δεν είχαν ξανανέβει σε τέτοιο υψόμετρο, αλλά και πολλοί από εμάς αποδείχθηκαν άτρωτοι, ιδιαιτέρως στιβαροί και ανεπηρέαστοι από την πυκνότητα του οξυγόνου.
Όλοι ανέβηκαν για να θαυμάσουν την απίστευτη θέα του Everest, άλλοι πετώντας (σε περίπου 3 ώρες) και άλλοι έρποντας (καλή ώρα εγώ που χρειάστηκα 4 ώρες). Το Kalapathar ξεκινά με ήπιο χωμάτινο ανηφορικό μονοπάτι, εξελίσσεται τραχύτερο για καταλήξει ένα συνοθύλευμα από πέτρινους όγκους, στους οποίους περισσότερο σκαρφαλώνει κανείς παρά περπατά. Όντας στην κορυφή νομίζεις ότι βρίσκεσαι στην απόληξη ενός γιγάντιου κώνου, από όπου ξεκινούν αναρίθμητες σημαιούλες με εναέριες προσευχές, σκισμένες από τον αέρα. Τα μάτια συνεπαίρνουν η θέα των γύρω τεράστιων βουνών και ειδικά αυτή του Everest που από το σημείο αυτό απλώνει όλο του το ογκώδες μεγαλείο. Την αίσθηση της μοναδικότητας ενισχύει και μία ελαφρά ζαλάδα από το υψόμετρο που σε συνδυασμό με τη χαρά του αναβάτη σε αφήνει ξέπνοο να κοιτάς με ανοιχτό το στόμα το τοπίο, όπου μία χιονοστιβάδα που έπεφτε στην πλαγιά του Everest μας διέκοψε την αναπόληση και μας υπενθύμισε τα περί δυνάμεως των στοιχείων της φύσης.
Το βράδυ μετά την ανάβαση τα συμπτώματα του υψομέτρου χτύπησαν την ομάδα, που έσπευσε να ξεκουραστεί στο lodge του Gorakhshep αμέσως μετά το δείπνο. Πονοκέφαλοι, ζαλάδες εμετοί και εξάντληση έκαναν πολλούς από εμάς να περάσουμε ένα ανήσυχο βράδυ. Είναι περιττό να αναφέρω ότι, ενώ εμείς σέρναμε τα κορμιά μας στα 5.100 μέτρα που βρισκόταν το κατάλυμα, οι ντόπιοι ένιωθαν απόλυτα φυσιολογικά. Αρκεί να σας πω ότι η οικοδέσποινα του καταλύματος είχε ένα μωρό οκτώ μηνών, το οποίο σήκωνε τον κόσμο με τις χαρές και τις φωνές του.
Εν πάσει περιπτώσει η επόμενη ημέρα ανέτρεψε τα δεδομένα, μιας και τα πρόσωπα όλων έλαμπαν από ανυπομονησία για την ανάβαση μέχρι το base camp του Everest. Το να πατήσει κανείς το ποδαράκι του εκεί ισοδυναμεί ψυχολογικά με ανάβαση στην ψηλότερη κορφή του κόσμου και έτσι όλοι έβαλαν τα δυνατά τους και επί πέντε ώρες περπατούσαν σε ένα πετρώδες ανακατωμένο με κομμάτια παγετώνα έδαφος, προκειμένου να διαβούν την πύλη της πρώτης κατασκήνωσης βάσης. Η πολύχρωμη πολιτεία από αντίσκηνα όλων των μεγεθών, οι πολυάριθμοι ορειβάτες κάθε εθνικότητας, οι sherpas, αλλά και τα απομεινάρια της χιονοστιβάδας που είχε πέσει την προηγούμενη ημέρα και κάλυπτε σε μεγάλη έκταση την αριστερή πλευρά του βουνού συνέθεταν μια εικόνα που δεν συναντά κανείς καθημερινά.
Η ημέρα όμως δεν είχε τελειώσει αφού, για τις ανάγκες του εγκλιματισμού και την ανακούφιση όσων από εμάς υπέφεραν από τα συμπτώματα του υψηλού υψομέτρου έπρεπε να κατέβουμε επειγόντως από τα 5.357 μέτρα που βρεθήκαμε και να διανυκτερεύσουμε σε χαμηλότερο ύψος. Έτσι ξεκίνησε μία υπέροχη κατάβαση προς το Pheriche που αναζωογόννησε το πνεύμα μας με εισροή οξυγόνου και ανακούφισε τα πόδια μας με την κατηφόρα.
Τέρμα τα ψέματα, η ημέρα της κορυφής του Ιsland Peak πλησίαζε επικίνδυνα. Καλώς εχόντων των πραγμάτων σε τρεις ημέρες η αποστολή, είτε θα στεφόταν με επιτυχία και η δεκαπεντεπελής μας ομάδα θα φωτογραφιζόταν αναμνηστικώς στα ύψη και τα ουράνια, είτε ο καιρός και η ασθένεια του υψομέτρου θα μας κρατούσαν μακρυά από την πραγμάτωση του σκοπού. Να πω ότι δεν υπήρχε άγχος και ανησυχία, θα πω ψέματα. Σημειωτέον ότι ήδη είχαμε διανύσει 11 ημέρες συνεχούς προσπάθειας, κατά την οποία το σώμα μας προσπαθούσε να βρει τις ισορροπίες του στο άγνωστο αυτό περιβάλλον. Πίναμε πολύ εμφιαλωμένο νερό (τουλάχιστον τρία λίτρα ο καθένας) που αγοράζαμε σε κάθε χωριό, αλλά ήδη η όρεξη για φαγητό είχε υποχωρήσει και ακόμα και οι πιο σκληροπυρηνικοί της τροφής μετρίασαν κάπως την κατανάλωση. Εκεί που στην αρχή σε κάθε στάση έβγαιναν τα σακουλάκια και τα καλούδια καταναλώνονταν αυτοστιγμή, τώρα η προτεραιότητα δινόταν στα ισοτονικά υγρά.
Επόμενη στάση το τελευταίο χωριό Chhukhunk στο lodge του οποίου βγήκαν όλα τα υλικά, για επιθεώρηση και ρύθμιση. Περιέργως στο υψόμετρο των 4.730 μέτρων όλοι ένιωθαν καλά και ήταν ιδιαίτερα καλοδιάθετοι. Είχαμε πια καλά γνωριστεί, η ομάδα είχε δέσει, και ο στόχος έδινε φτερά στις ψυχές και τα πόδια μας.
Έτσι η τετράωρη πορεία μέχρι την κατασκήνωση βάσης του Island Peak μας φάνηκε παιχνιδάκι. Οι γοργοπόδαροι Χρήστος, Μανώλης και Άγγελος έβαλαν τις μηχανές μπροστά και εξαφανίστηκαν οι λοιποί διασκορπίστηκαν και κράτησαν το ρυθμό τους και πίσω ακολούθησαν ο αρχηγός και ο Νίκος με τις τρεις μοναδικές γυναίκες της αποστολής. Το τοπίο θύμιζε εκείνο της σελήνης, με ψιλό χώμα καταγής και μεγάλα κομμάτια βράχων αριστερά και δεξιά και το αεράκι που φυσούσε έκανε τη χρήση του σκούφου απολύτως απαραίτητη για όσους επιθυμούσαν να κρατήσουν τα αυτιά στη θέση τους. Όλοι κοιτούσαμε ανήσυχοι τον ουρανό και τα σύννεφα που μαζεύονταν μπροστά μας έσπειραν ανησυχίες για τον μέλλον της ανάβασης. Φτάνοντας στην κατασκήνωση βάσης μας υποδέχθηκαν πληθώρα σκηνών άλλων αποστολών και στο τέλος του μακρύστενου βράχινου διαδρόμου που περπατούσαμε αντικρίσαμε και τη δική μας κατασκήνωση στην άκρη της οποίας δέσποζε μία τεράστια κίτρινη σκηνή που θα εκτελούσε για όσο διαμέναμε εκεί, χρέη τραπεζαρίας και τόπου συναθροισμού της ομάδας. Τα αντίσκηνα είχαν στήσει οι sherpas που έτρεξαν πριν από εμάς, και ετοίμασαν όλο το σκηνικό με την αξιοζήλευτη εργατικότητα και αντοχή τους. Ο μάγειρας, όντας σε τρελά κέφια υπερέβαλε εαυτόν και πλέον του γνωστού ροφήματος του τσαγιού, που με ευλάβεια πίναμε μετά από κάθε γεύμα προστέθηκε και ζεστή σοκολάτα. Εντωμεταξύ ο καιρός είχε αποφασίσει να αγριέψει και να μας χαλάσει την ωραία ατμόσφαιρα και οι συζητήσεις περί του αν θα επιχειρήσουμε να ανέβουμε στην κορυφή τα ξημερώματα της επόμενης ημέρας (όπως ήταν και προγραμματισμένο) έδιναν και έπαιρναν. «Λέτε τελικά να φτάσουμε στην πηγή και να μην πιούμε νερό» αναρωτιόμασταν με ανησυχία. Βέβαια το πρόγραμμα προέβλεπε ότι θα μπορούσαμε να σπαταλήσουμε στην κατασκήνωση βάσης τρία μερόνυχτα, μιας και ο κακός καιρός σε τέτοιο υψόμετρο είναι μάλλον συνηθισμένο φαινόμενο, αλλά κανείς μας δεν ήθελε να περιμένει τόσο μεγάλο διάστημα. Ο στόχος ήταν τόσο κοντά και η αναμονή μόνο ταλαιπωρία σήμαινε. Έτσι αφού τα συζητήσαμε, ήπιαμε και τα τσάγια μας, τις σοκολάτες και τα νερά μας και ενυδατωθήκαμε ως υπάρξεις πήγαμε για ύπνο στις σκηνές μας ανά δύο, προκειμένου να περιμένουμε νέα του αρχηγού μας, ο οποίος θα συννενοείτο με τον Ang Chiri τα μεσάνυχτα περί του τι μέλει γενέσθαι. Πράγματι περί τις δώδεκα περίπου άρχισαν να ακούγονται από τη σκηνή του μαγειρείου θόρυβοι από κατσαρόλες και σκεύη, καθώς και οι ψαλμοί των sherpas που εξευμενούσαν τις δυνάμεις του βουνού, και όλοι που είχαμε τα αυτιά μας τεντωμένα, μίας και ελαφροκοιμόμασταν, καταλάβαμε ότι μάλλον η ζυγαριά γέρνει προς το μέρος της ανάβασης. Το σήμα δόθηκε και βγήκαμε όλοι σαν τα σαλιγκάρια από τις σκηνές μας στο βραδυνό βουνίσιο κρύο με φουλ εξάρτηση, φακούς κεφαλής και τα σακιδιάκια μας επ΄ώμου. Με μεγάλη μου λύπη είδα ότι η Έλενα δεν θα μας ακολουθούσε. Είχε ήδη από την προηγούμενη ημέρα, μόλις φτάσει στην κατασκήνωση, έντονα συμπτώματα με το στομάχι της, τα οποία κατά τη διάρκεια του σύντομου ύπνου επιδεινώθηκαν και αποφάσισε ότι δεν θα έπρεπε να πιεστεί περισσότερο. Κρίμα γιατί το Ελενάκι, είχε διασχίσει με το ελαφίσιο βήμα του με πολύ άνεση όλη τη μέχρι εδώ πορεία και τίποτα δεν έδειχνε ότι θα της στερούσε τη χαρά της κορφής. Πρωϊνό λοιπόν και εκκίνηση στη μία το πρωϊ. Η ομάδα μας και οι Sherpa που μας ακολουθούσαν υπό το φως των αστεριών και φωτίζοντας με τους φακούς κεφαλής ανεβήκαμε βήμα, βήμα, ο ένας πίσω από τον άλλο, ένα απότομο μονοπάτι, που όσο περνούσε η ώρα γινόταν όλο και πιο σαθρό και επικίνδυνο. Για να είμαι ειλικρινής το άγχος μου για το τι θα συναντούσαμε ήταν πολύ μεγάλο και έτσι αυτό το κομμάτι μου φάνηκε ατέρμονο. Υπήρχαν στιγμές που νόμιζα ότι περπατούσαμε ακριβώς στην άκρη του γκρεμού τρεβερσάροντας, υπήρχαν άλλες που προσπαθούσα με τα χέρια μου να κρατηθώ και να ωθήσω το σώμα μου να υπερπηδήσει μεγάλα κομμάτια βράχου που έκλιναν το μονοπάτι, και τέλος υπήρχαν και άλλες που ένιωθα τα χέρια των sherpas που συμπορεύονταν να με σπρώχνουν και να με βοηθούν στην απίστευτη αυτή ανηφόρα. Δεν κοιτούσα το τοπίο. Η όρασή μου περιοριζόταν στα λίγα μέτρα μπροστά μου και όλη μου η ύπαρξη είχε απορροφηθεί στο να ανέβω πιο ψηλά. Δεν είχα πονοκέφαλο ή άλλο σύμπτωμα υψομέτρου, παρά μόνο μια διαρκώς αυξανόμενη εξάντληση που έπαιρνε τη θέση της επιθυμίας μου για την κορυφή. Καθώς το πρώτο φως της αυγής έκανε την εμφάνισή του το ηθικό της ομάδας αναζωπυρώθηκε, αφού μπροστά σε αυτό το μεγαλείο της κορυφής του Makalou που ξεπρόβαλε μέσα στο πρωϊνό φως μείναμε όλοι εκστατικοί. Τελικά αυτός ο πέτρινος κυκεώνας τελείωσε και βρεθήκαμε στα ψηλά σε ένα διάσελο που χώριζε το βράχινο όγκο του βουνού από την αρχή του παγετώνα. Αναγκαία εκεί σταματήσαμε και ανοίξαμε τα τσόχινα σακιά που είχαν μεταφέρει για εμάς οι sherpa και περιείχαν τα κραμπόν μας και τα πιολέ. Με κόπο και κομμένη ανάσα εφαρμόσαμε τα κραμπόν στις μπότες, ήπιαμε μία γουλιά νερό και ατενίσαμε το άσπρο που μας περίμενε. Μετά δεθήκαμε με τα σχοινιά σε ομάδες των πέντε και ξεκινήσαμε την πλεύση πάνω στον παγετώνα που ιρίδιζε με γαλάζιες, μπλε και μωβ αποχρώσεις κάτω από τα πόδια μας.
Η επαφή της επανδρωμένης με καρφιά μπότας πάνω στη σκληρή επιφάνεια του πάγου και ο θρυμματισμός του υπό το βάρος του σώματός μας γέμισε με ήχους και τριξίματα το τοπίο. Αχανούς βάθους κρεβάς έχασκαν εκ δεξιών και αριστερών και πρέπει να ομολογήσω ότι μπροστά από τα μάτια μου πέρασε σαν ταινία μικρού μήκους ένα χρονικό με όλα τα ορειβατικά ατυχήματα που έχω δει ή ακούσει να συμβαίνουν. Δεν ήταν εύκολη η πορεία των σχοινοσυντροφιών πάνω στον πάγο. Κάθε δεμένη παρέα τηρούσε σειρά προτεραιότητας και ακολουθούσε την σχοινοσυντροφιά που προηγείτο. Ο ένας πατούσε χονδρικά πάνω στα βήματα του άλλου και είχε δημιουργηθεί μία ουρά προτεραιότητας προς την κορυφή. Δεν ήμασταν η μόνη αποστολή που πολιορκούσε το συγκεκριμένο βουνό. Υπήρχαν πίσω και μπροστά μας Γάλλοι, Γερμανοί και ποικίλες άλλες φυλές που ήθελαν να κυριεύσουν την κορυφή. Έτσι άλλοτε περπατούσαμε και λαχανιάζαμε, άλλοτε σταματούσαμε και κρυώναμε. Το χιόνι σε κάποια σημεία ήταν σκληρό και συμπαγές και αλλού μπαίναμε ως το γόνατο και αγωνιζόμαστε να κρατηθούμε όρθιοι. Μετά από μία περίπου ώρα σε αυτή την κατάσταση το Island peak εμφάνισε το πραγματικό του πρόσωπο. Μία απότομη πλαγιά με ύψος εκατό περίπου μέτρων ήταν το μέσο πρόσβασης προς την κορυφογραμμή που με ελάχιστες αυξομειώσεις ύψους οδηγούσε προς την κορυφή. Μου κόπηκαν τα πόδια και αναμετρήθηκα νοερά πολλές φορές μαζί με αυτή την πλαγιά μέχρι να δεήσει να έρθει η στιγμή που η σχοινοσυντροφιά μου έφτασε στη βάση της. Η κλίση της ήταν 60ο περίπου και η ποιότητα του χιονιού κάκιστη. Ο παγετώνας είχε υποχωρήσει από τη ζέστη και αντί να σχηματίζει μία επίπεδη λεία επιφάνεια είχε μεταμορφωθεί σε σταλακτίτες πάγου, ύψους ενός μέτρου που σχημάτιζαν ένα πεδίο ιδιόμορφο και πολύ δύσκολο. Πριν καν αρχίσει η έντονη κλίση και φτάσουμε στο παταράκι που ήταν φιξαρισμένα τα σταθερά σχοινιά, αναγκαστήκαμε να περπατήσουμε σε διαρκή ζιγκ ζαγκ γύρω από τους σταλακτίτες και να ξεμπερδεύσουμε πολλές φορές το σχοινί μας. Τα σχοινιά είχαν επιμεληθεί πριν από εμάς οι sherpas μας και ο αρχηγός τους που ακούραστα όλες τις προηγούμενες ημέρες, αλλά ειδικά και την ημέρα της κορυφής, μας φροντίζανε και μας προσέχανε λες και ήμασταν τα μικρά τους αδέλφια. Επιτέλους το λιλιπούτειο πατάρι του πάγου έφτασε σε απόσταση αναπνοής και για εμένα έφτασε η ώρα της απόφασης. Βλέποντας τους ορειβάτες που προηγούνταν κρεμασμένους στα σταθερά σχοινιά να πασχίζουν κρατώντας στο ένα χέρι το ζουμάρ και στο άλλο το πιολέ να κρατήσουν την ισορροπία τους και να προωθηθούν ψηλότερα, έκρινα ότι τα πόδια μου και η ψυχή μου είχαν χορτάσει κούραση και ότι τα 6.080 μέτρα ήταν αρκετά για μένα. Κοινοποίησα γρήγορα την απόφασή μου και έμεινα εκεί να παρατηρώ τους συνορειβάτες μου, μεταξύ των οποίων και ο άντρας μου να αγωνίζονται να ανέβουν. Το σταθερό σκοινί ταλαντωνόταν πάρα πολύ από την παράλληλη κίνηση όλων των ορειβατών που κρέμονταν πάνω του και σε συνδυασμό με το έντονο ανάγλυφο του πάγου που δεν επέτρεπε στα κραμπόν να καρφωθούν σταθερά πάνω του, έκανε την προσπάθεια πολύ δύσκολη. Τους κοιτούσα έναν έναν που σκαρφάλωναν, να φτάνουν ξέπνοοι στην κορυφογραμμή και να ξεκινούν νέο κύκλο προσπάθειας. Ευτυχώς ο ήλιος έλαμπε και μία γλυκιά ζέστη μου κράτησε παρέα τις επόμενες τέσσερις ώρες που καθισμένη στο πατάρι παρακολουθούσα την ανάβαση της ομάδας μου και την κατάκτηση της κορυφής. Η κορυφογραμμή ήταν απότομη.
Κατά μήκος της υπήρχε σταθερό σχοινί για λόγους ασφαλείας, μιας και γκρεμός πολλών μέτρων απειλούσε όποιον παραπατούσε είτε προς τα δεξιά, είτε προς τα αριστερά. Οι ορειβάτες έφταναν διαδοχικά και αποχωρούσαν κατά τον ίδιο τρόπο, γιατί η κορυφή είχε μόνο μία μικρή επιφάνεια για να φιλοξενήσει τους επισκέπτες της. Η ορατότητα ήταν καταπληκτική και η θέα του Everest καθηλωτική.
Τελικά με τη σειρά της, η ομάδα μου χρησιμοποίησε τα ίδια σταθερά σχοινιά και κατέβηκε με ραπέλ μέχρι το πατάρι που΄βρισκόμουν και εγώ για να πάρουμε λίγοι, λίγοι το δρόμο της επιστροφής. Η ώρα ήταν περίπου δώδεκα το μεσημέρι και μόλις ο στόχος επιτεύχθηκε ο καιρός άρχισε να χαλάει. Ψιλή βροχή έκανε την εμφάνισή της και μας συνόδευσε μέχρι και την κατασκήνωση βάσης, κάνοντας τα σαθρά βράχια ακόμα πιο επικίνδυνα στην κατάβαση. Η κούραση δεν είναι καλός σύμβουλος και όταν το κεφάλι δεν πολυλειρουργεί, χρειάζεται διπλή προσπάθεια για να κρατηθεί η ισορροπία πάνω στις πέτρες. Επί πέντε ώρες σφυροκοπούσαμε το πέτρινο κομμάτι του βουνού και ενώ όλα έδειχναν ότι πλησιάζαμε η κατασκήνωση βάσης δεν εμφανιζόταν. Όταν όμως αντικρίσαμε κάποιους από τους βαστάζους μας να ανεβαίνουν κρατώντας ποτήρια και ένα τσαγερό με τσάι για να μας προϋπαντήσουν καταλάβαμε ότι η υπερπροσπάθεια κόντευε στο τέλος της.
Φτάσαμε στις σκηνές κατάκοποι γύρω στις πέντε το απόγευμα, αποκαμωμένοι, ευχαριστημένοι (ακόμα και εγώ που δεν σκαρφάλωσα τα τελευταία ένδοξα μέτρα), και οι περισσότεροι από εμάς προσγειωθήκαμε οριζοντίως στα κάριματ αναζητώντας απεγνωσμένα την ξεκούραση. Ο μάγειρας δεν πρέπει να χάρηκε και πολύ μίας και το «εορταστικό» του γεύμα λίγοι άντεξαν να τιμήσουν.
Οι επόμενες ημέρες μας βρήκαν να παίρνουμε το δρόμο της επιστροφής, ακολουθώντας την αντίστροφη πορεία και μετά από τρείς ημέρες πορείας, το λιλιπούτειο αεροπλανάκι μας προσγείωσε και πάλι στο αεροδρόμιο της Κατμαντού για να ξεκινήσουμε το τουριστικό κομμάτι της εκδρομής ανακαλύπτοντας τη μαγεία της Νεπαλέζικης πρωτεύουσας.
Έτσι πήρε τέλος αυτό το ταξίδι ζωής που δεν θα μπορούσε να πραγματωθεί χωρίς τη βοήθεια των σέρπας που στάθηκαν δίπλα μας όλες τις ημέρες της πεζοπορίας και ιδιαίτερα την ημέρα της ανάβασης και με την τεράστια ορειβατική τους πείρα, την σωματική τους δύναμη και την απλότητα της ψυχής τους μας έδωσαν μαθήματα και παραδείγματα ανθρωπιάς, ορειβατικού ήθους και συντροφικότητας. Γυρίσαμε πίσω στην πατρίδα μας με ανανεωμένο ηθικό, καινούργια όνειρα για ψηλές κορυφές και σίγουρα καλύτεροι άνθρωποι…..
4 σχόλια:
Καταπληκτικό, μπράβο παιδιά!!! Άντε και εις ανώτερα. Τι ανώτερα δηλαδή; Πού θα πάτε μετά; Στο φεγγάρι; Άντε και στο φεγγάρι ρεεεεε...
Big
Mπράβο Νικόλα μου ! Τέλειο. Πρέπει να σου πω ότι συγκινήθηκα που το είδα. Μου θύμησε πολύ όμορφες και δύσκολες στιγμές. Η αλήθεια είναι ότι το κείμενο παίρνει πνοή από τις φωτογραφίες και ότι αυτές φωτίζονται από τη δύναμη του κειμένου. Μάλλον γράμματα και εικόνες πάνε μαζί... όπω ςκαι εμείς οι δύο συνορειβάτη μου ... και όχι μόνο....
Φιλάκια
Σίσσυ
ΝΙΚΟ ΜΟΥ
ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΟ
ΣΕ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΠΟΥ ΤΑΞΙΔΕΥΣΕΣ ΚΑΙ ΕΜΕΝΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΕΧΩ ΦΥΣΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΕΚΕΙ
ΓΙΑΝΝΗΣ
Νικόλα φανταστικό και το κείμενο και οι φωτογραφίες!!
Πραγματικά σε ταξιδεύει αλλά και σε προβλημάτιζει για την αξία κάποιων πραγμάτων στη συμβατική καθημερινότητα...
Με συγκίνησατε πολύ παλιόπαιδα...
Αντέ και Άνδεις την επόμενη..
Μαρία Μαυρουδή
Δημοσίευση σχολίου